σῖτον/σῖτος

σῖτον/σῖτος
-ου + τό N 2/M 23-9-18-26-4=80 Gn 27,28.37; 41,35.49; 42,2
grain Gn 27,28; τὰ σῖτα bread Prv 31,27; food Jb 3,24
ῥαβδίζων σῖτον threshing or one who threshes wheat JgsB 6,11
Cf. BATTAGLIA 1989, 41-43; DANIEL, S. 1966 132.133.135; →MM

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σῖτον — σῖτος grain masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

  • σίτον — τὸ, Α ο σίτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σῖτος κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιτίζω — ΝΜΑ [σῑτος] 1. παρέχω τροφή, διατρέφω, ταΐζω (α. «τα παιδιά αυτά δεν σιτίζονται καλά» β. «κἆθ ὥσπερ αἱ τιτθαί γε σιτίζεις κακῶς», Αριστοφ. γ. «τὰς κύνας σιτίζουσιν», Ισοκρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «σιτίζειν ψωμίζειν» β) «σιτίζοντος σῑτον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”